-
1 ἐξ-αργέω
ἐξ-αργέω, ganz nachlässig betreiben; ἔργα δρώμεν' οὐκέτ' ἐξαργούμενα Soph. Phil. 552; γῆ ἐξαργηϑεῖσα, wenn es gar nicht bestellt worden, Plut. educ. lib. 4 M. – Intraus., ganz unthätig sein, τῷ καϑεύδοντι ἢ ἄλλως πως ἐξηργηκότι Arist. Eth. 1, 9; Polit. 5, 10.
См. также в других словарях:
εξαργώ — ἐξαργῶ; έω (AM) [αργώ] (επιτ. τ. τού αργώ*) αδρανώ, αναπαύομαι («τῷ καθεύδοντι ἤ ἄλλως πως ἐξηργηκότι», Αριστοτ.) μσν. (μτβ.) 1. κάνω κάποιον να αργοπορήσει 2. σταματώ από κάτι 3. καθυστερώ από κάτι 4. παραλείπω κάτι 5. εξαφανίζω, εξαλείφω κάτι… … Dictionary of Greek